δαχτυλιά

δαχτυλιά
η
1. αποτύπωμα από λερωμένο δάχτυλο: Το άσπρο μου πουκάμισο είναι όλο δαχτυλιές.
2. μικρή ποσότητα: Βάλε μου μια δαχτυλιά κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιά — η 1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο») 2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα 3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι») 4. ποσότητα υγρού… …   Dictionary of Greek

  • ακροδαχτυλιά — η [ακροδάχτυλο] δαχτυλιά, κηλίδα που έγινε με την άκρη τού δαχτύλου …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιά — η βλ. δαχτυλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”